- κηρίο, μολυσματικό
- Μολυσματική δερματική πάθηση που προκαλείται από πυογόνους κόκκους (στρεπτόκοκκοι και σταφυλόκοκκοι). Εκδηλώνεται αρχικά με μικρές κοκκινωπές κηλίδες, που γρήγορα εξελίσσονται σε φλύκταινες με πύον, οι οποίες σπάνε και δημιουργούν εφελκίδες (κρούστες). Η μόλυνση παραμένει επιφανειακή και, με την απόπτωση των εφελκίδων που σχηματίζονται πάνω στις πληγές, το δέρμα αποκτά την αρχική του μορφή χωρίς ίχνη ουλών. Εμφανίζεται κυρίως σε μικρά παιδιά, όταν αυτά ξύνονται, προκαλώντας με τα νύχια τους λύσεις της συνέχειας του δέρματος, από τις οποίες εισχωρούν οι πυογόνοι κόκκοι που βρίσκονται συνήθως πάνω σε αυτό. Πρόκειται για πάθηση που υποχωρεί εύκολα, με την κατάλληλη τοπική και γενική θεραπευτική αγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.